-
1 πηδάλιον
A steering-paddle, rudder, Hom., only in Od.;π. μετὰ χερσὶ.. νηὸς ἔχοντα 3.281
;π. ποιήσατο, ὄφρ' ἰθύνοι 5.255
; πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος ib. 270 ; π. δὲ ἐκ χειρῶν προέηκε ib. 315 ; π. δὲ ἓν ποιεῦνται (sc. Αἰγύπτιοι)καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Hdt.2.96
; Greek ships had a pair, hence in pl., of a single ship, Id.4.110, Cratin.139, Ar.Eq. 542, Diph.43.11; πηδάλια ζεύγλαισι (cross-bars)παρακαθίετο E.Hel. 1536
; ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν π. Act.Ap.27.40; πηδάλια εἶχε τέτταρα τριακονταπήχη, of the τεσσαρακοντήρης of Ptolemy IV, Callix.1 : metaph. in Com., [γυνὴ].. οὐδὲ μικρὸν πείθεται ἑνὶ πηδαλίῳ Theophil.6
: prov., π. κρεμάσαι to retire from a seafaring life, Ar.Av. 711.2 metaph., ἱππικὰ π., of reins, A.Th. 206(lyr.);νώμα δικαίῳ π. στρατόν Pi.P.1.86
;τὰ π. τῆς διανοίας Pl.Clit. 408b
.II in pl., of the oars by which the nautilus is said to steer himself, Arist.HA 622b13 ; of the long hind legs of the locust and grasshopper, ib. 532a29, 535b12, cf. IA 710a3.III = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηδάλιον
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский